- άζω
- (I)ἄζω (Α)αποξηραίνω, μαραίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd- «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd-yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy- σε ζ.ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*].————————(II)ἄζω (Α)1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ2. αναπνέω βαθιά, βαριανασαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λέξηπαράγεται από το επιφώνημα ἆ- πρβλ. επίσης στην αρχ. βαΰζω, βορβορύζω, γρύζω, ἰύζω, ὀλολύζω κ.λπ. και στη νεοελλ. μπουμπουνίζω, γαβγίζω, νιαουρίζω, κακαρίζω κ.λπ.].————————(III)ἅζω (Α)βλ. άζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.